- φυράση
- φύρασιςmixingfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυράσῃ — φυράσηι , φύρασις mixing fem dat sg (epic) φῡρά̱σῃ , φύρω mix aor part act fem dat sg (attic epic ionic) φῡ̱ρά̱σῃ , φυράω mixing aor subj mid 2nd sg (attic) φῡ̱ρά̱σῃ , φυράω mixing aor subj act 3rd sg (attic) φῡ̱ρά̱σῃ , φυράω mixing aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύμωμα — ζύμωμα, τὸ (Α) [ζυμώ] 1. η ενέργεια τού ζυμώνω, το να παρασκευάζει κάποιος φύραμα από αλεύρι και νερό, η φύραση, το μίγμα 2. βοτ. ο μύκητας ή αμανίτης, το μανιτάρι νεοελλ. στον πληθ. τα ζυμώματα κοινή ονομασία τών ενζύμων* … Dictionary of Greek